- πίτνημι
- Α(ποιητ. τ.)1. εκτείνω, απλώνω («πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῑρος», Πίνδ.)2. μτφ. εξεγείρω, ερεθίζω («τὸ λεῑον φαλακρὸν ἡδονῆ πιτνάς», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αθέματος ενεστ. πίτ-νη-μι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα -νη-μι (πρβλ. δάμ-νη-μι) από τη μηδενισμένη βαθμίδα πτ- τής ρίζας πετᾱ- τού πετάννυμι*, με φωνήεν στήριξης -ι- (πρβλ. κίρ-νημι, πίλ-ναμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.